όπιο
Προφορά
Ετυμολογία
όπιο μεταγενέστερη ελληνική ὄπιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού ὀπός (= χυμός)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το όπιο
✦ ο αποξεραμένος γαλακτώδης χυμός, που βγαίνει από την άγουρη κάψα της παπαρούνας, και έχει ναρκωτικές ιδιότητες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–