όπερα
Προφορά
Ετυμολογία
όπερα └ιταλ┘opera
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η όπερα
✦ σκηνικό έργο που βασίζεται σε κείμενο (λιμπρέτο) εξ ολοκλήρου μελοποιημένο, το μελόδραμα
✦ το κτίριο για τις παραστάσεις μελοδράματος
✦ όπερα μπούφα (ιταλ. opera buffa = κωμική όπερα) είδος κωμικής όπερας, που αναπτύχτηκε στην Ιταλία στα μέσα του 18ου αι., και χαρακτηρίζεται από διαλόγους που αποδίδονται τραγουδιστά και χαρακτήρες από την καθημερινή ζωή
✦ όπερα σέρια (ιταλ. opera seria = σοβαρή όπερα) είδος ιταλικής όπερας που κυριάρχησε στην Ευρώπη τον 18ο αι., κατά την οποία δίνεται έμφαση στη σόλο φωνή, η χορωδία και η ορχήστρα έχουν περιορισμένο ρόλο και τα θέματά της είναι κυρίως μυθολογικά ή ιστορικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–