όπερ
Προφορά
Ετυμολογία
όπερ └ουδ┘ της αρχαία ελληνική αντων. ἄσπερ, ἥπερ, ἄπερ
Ερμηνεία
όπερ
✦ αναφορ. αντων. αυτό που, πράγμα που: φρ. όπερ σημαίνει, δηλαδή – όπερ έδει δείξαι, αυτό που έπρεπε να αποδειχθεί (ενν. αποδείχτηκε)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–