ψυχωμένος


ψυχωμένος
Προφορά

Ετυμολογία
ψυχωμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ψυχώνω

Ερμηνεία
ψυχωμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. γενναίος, θαρραλέος

Συνώνυμα
γενναιόκαρδος, αντρειωμένος
Αντίθετα
λιγόψυχος, ψοφοδεής
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.