ψυχραίνω


ψυχραίνω
Προφορά

Ετυμολογία
ψυχραίνω μεταγενέστερη ελληνική ψυχραίνω

Ερμηνεία
ρήμα ψυχραίνω

✦ κάνω κάτι ψυχρότερο, κατεβάζω το βαθμό της θερμοκρασίας του
(μτφ. ) μειώνω τον ενθουσιασμό κάποιου, δυσαρεστώ
✦ (αμτβ.) γίνομαι ψυχρότερος: ψύχρανε ο καιρός
✦ (μέσ. μτφ.) διακόπτω τις φιλικές σχέσεις μου με κάποιον: έχω ψυχρανθεί μαζί του

Συνώνυμα
ψύχω, κρυώνω
Αντίθετα
θερμαίνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.