ψυχογηριατρική


ψυχογηριατρική
Προφορά

Ετυμολογία
ψυχογηριατρική ψυχή + γηριατρική• απόδοση του └αγγλ┘όρου psychogeriatrics

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ψυχογηριατρική

✦ κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις ψυχικές διαταραχές των ηλικιωμένων ανθρώπων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.