ψυχοβγάλτης


ψυχοβγάλτης
Προφορά

Ετυμολογία
ψυχοβγάλτης ψυχή + βγάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ψυχοβγάλτης

✦ θηλ. ψυχοβγάλτρα ο αρχάγγελος Μιχαήλ που κατά τη λαϊκή δοξασία, παραστέκεται στους ετοιμοθάνατους
(μτφ. ) βασανιστής, που του αρέσει να ταλαιπωρεί τους άλλους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.