ψυχικό
Προφορά
Ετυμολογία
ψυχικό μεσαιωνική ελληνική ψυχικόν, └ουδ┘ του επιθέτου ψυχικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ψυχικό
✦ αγαθοεργία που γίνεται για τη σωτηρία της ψυχής είτε αυτού που την κάνει είτε των πεθαμένων συγγενικών και φιλικών του προσώπων
✦ ευεργεσία, ελεημοσύνη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–