ψευτίζω
Προφορά
Ετυμολογία
ψευτίζω ψεύτης
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ψευτίζω
✦ κατασκευάζω κάτι με υλικά κατώτερης ποιότητας, νοθεύω, αλλοιώνω
✦ (μτφ. ) καθιστώ κάποιον ή κάτι ευτελή: ας μην ψευτίζουμε τον εαυτό μας
✦ (αμτβ.) νοθεύομαι, αλλοιώνομαι
✦ (αμτβ. μτφ.) γίνομαι ευτελής, χάνω την αξία μου: ψεύτισαν τα ιδανικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–