ψεκτικός


ψεκτικός
Προφορά

Ετυμολογία
ψεκτικός αρχαία ελληνική ψεκτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ψεκτικός -ή, -ό

✦ αυτός που εκφράζει, που δηλώνει ψόγο, επίκριση

Συνώνυμα
επικριτικός
Αντίθετα
επαινετικός, εγκωμιαστικός
Επιρρήματα
ψεκτικά (Κ ψεκτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.