ψειριάρικος


ψειριάρικος
Προφορά

Ετυμολογία
ψειριάρικος ψειριάρης

Ερμηνεία
επίθετο┘ ψειριάρικος -η, -ο

✦ ο γεμάτος ψείρες, ψειριασμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.