ψαρώνω


ψαρώνω
Προφορά

Ετυμολογία
ψαρώνω ψάρι

Ερμηνεία
ρήμα ψαρώνω

✦ κάνω κάποιον να σαστίσει, να τα χάσει: τον ψάρωσα μ’ αυτό που του είπα
✦ κάνω κάποιον να χάσει την αυτοπεποίθησή του, φοβίζω κάποιον: στο στρατό οι παλιότεροι ψαρώνουν τους νεοσύλλεκτους
✦ (αμτβ.) σαστίζω, τα χάνω: ψάρωσα μόλις μου είπε ότι θα φύγει
✦ (αμτβ.) χάνω το θάρρος μου, είμαι δειλός, φοβάμαι: μπροστά στον διευθυντή πάντα ψαρώνει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.