ψαροφάγος


ψαροφάγος
Προφορά

Ετυμολογία
ψαροφάγος ψάρι + θ. αορ. έφαγον του τρώγω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ψαροφάγος -ος, -ο

✦ που τρέφεται κυρίως με ψάρια
✦ αρσ. ο ψαροφάγος ως ουσ., το πουλί αλκυόνα, ψαρόνι, ψαροπούλι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.