ψαροτούφεκο


ψαροτούφεκο
Προφορά

Ετυμολογία
ψαροτούφεκο ψάρι + τουφέκι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ψαροτούφεκο

✦ αλιευτικό εργαλείο, είδος όπλου, που είναι εφοδιασμένο με καμάκι το οποίο εκτοξεύεται και χρησιμοποιείται στο υποβρύχιο ψάρεμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.