ψάχνω


ψάχνω
Προφορά

Ετυμολογία
ψάχνω μεσαιωνική ελληνική ψάχνω

Ερμηνεία
ρήμα ψάχνω

✦ προσπαθώ να βρω, αναζητώ κάποιον ή κάτι: η αστυνομία ψάχνει να βρει τους δράστες – έψαξα και δεν βρήκα τα κλειδιά μου
✦ ερευνώ: έψαξαν σ’ όλο το σπίτι
✦ (μέσ.) ψάχνομαι, προσπαθώ να βρω κάτι που πιθανόν έχω επάνω μου: ψαχνόταν για ψιλά
✦ αντιμετωπίζω κριτικά τις καταστάσεις, προβληματίζομαι: είναι άτομο που ψάχνεται, δεν παίρνει βιαστικές αποφάσεις
✦ φρ. ψάχνω με το κερί, αναζητώ επίμονα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.