χωματουργικός


χωματουργικός
Προφορά

Ετυμολογία
χωματουργικός χωματουργία

Ερμηνεία
επίθετο┘ χωματουργικός -ή, -ό

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στη χωματουργία, την εκσκαφή και μεταφορά χωμάτων: χωματουργικά έργα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.