χωματίλα


χωματίλα
Προφορά

Ετυμολογία
χωματίλα χώμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η χωματίλα

✦ η ιδιάζουσα οσμή του νωπού χώματος: στων ρουθουνιών τον τρόμο, στη χωματίλα τη βαριά (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.