χυτός
Προφορά
Ετυμολογία
χυτός αρχαία ελληνική χυτός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ χυτός -ή, -ό
✦ χυμένος, σκορπισμένος: επί τους ώμους της χυτή κατέρρεεν η κόμη (Αλ. Ραγκαβής)
✦ που έχει χυθεί σε καλούπια
✦ (μτφ. ) πλαστικός, καλλίγραμμος: χυτό κορμί
✦ που εφαρμόζει τέλεια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–