χυμώδης
Προφορά
Ετυμολογία
χυμώδης μεταγενέστερη ελληνική χυμώδης
Ερμηνεία
└επίθετο┘ χυμώδης -ης, -ες
✦ ο γεμάτος χυμό: χυμώδης καρπός
✦ ο όμοιος με χυμό
✦ (μτφ. ) ο αισθησιακά ελκυστικός, με σώμα γεμάτο χυμούς και καμπύλες: χυμώδης γυναίκα
✦ (μτφ. ) ο γεμάτος ζωντάνια: χυμώδης λόγος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–