χτύπος
Προφορά
Ετυμολογία
χτύπος αρχαία ελληνική κτύπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο χτύπος
✦ χτύπημα, κρούση
✦ ήχος, κρότος που προκαλείται από χτύπημα
✦ ρυθμικός παλμός ή ήχος
✦ σφοδρός παλμός της καρδιάς, καρδιοχτύπι: κι από το χτύπο θα ‘σπαζε η καρδιά μου (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–