χτικιό


χτικιό
Προφορά

Ετυμολογία
χτικιό χτικιάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το χτικιό

✦ φυματίωση, φθίση
(μτφ. ) βάσανο, ταλαιπωρία: μεγάλο χτικιό αυτή η δουλειά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.