χτένισμα
Προφορά
Ετυμολογία
χτένισμα χτενίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χτένισμα
✦ ταχτοποίημα των μαλλιών με τη χτένα
✦ (μτφ. ) τελική επεξεργασία κειμένου
✦ (μτφ. ) εξονυχιστική έρευνα σε περιοχή για τον εντοπισμό κάποιου ή κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–