χρωμογράφος


χρωμογράφος
Προφορά

Ετυμολογία
χρωμογράφος χρώμα + γράφω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χρωμογράφος

✦ μηχανή με την οποία έγχρωμο πρότυπο (φωτογραφία, μακέτα κτλ.) αναλύεται στα τέσσερα, συνήθ., χρώματα της τετραχρωμίας, σε αρνητικά φιλμς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.