![](http://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/χρωμογράφος.jpg)
χρωμογράφος
Προφορά
Ετυμολογία
χρωμογράφος χρώμα + γράφω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο χρωμογράφος
✦ μηχανή με την οποία έγχρωμο πρότυπο (φωτογραφία, μακέτα κτλ.) αναλύεται στα τέσσερα, συνήθ., χρώματα της τετραχρωμίας, σε αρνητικά φιλμς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–