χρωμάτωση


χρωμάτωση
Προφορά

Ετυμολογία
χρωμάτωση χρωματόω-ώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η χρωμάτωση

✦ χρωμάτισμα, βαφή
✦ χρώση του δέρματος διαφορετική από τη συνηθισμένη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.