χρωμάτωση Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply χρωμάτωσηΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/χρωμάτωση.mp3Ετυμολογίαχρωμάτωση χρωματόω-ώ Ερμηνείαουσιαστικό└θηλυκό┘ η χρωμάτωση ✦ χρωμάτισμα, βαφή ✦ χρώση του δέρματος διαφορετική από τη συνηθισμένη Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–