χρησμός
Προφορά
Ετυμολογία
χρησμός αρχαία ελληνική χρησμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο χρησμός
✦ προφητεία που έδινε μαντείο: οι χρησμοί της Πυθίας
✦ μαντεία, προφητεία
✦ (μτφ. ) λόγος ακατανόητος, διφορούμενος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–