χρησμοδοτώ


χρησμοδοτώ
Προφορά

Ετυμολογία
χρησμοδοτώ μεταγενέστερη ελληνική χρησμοδοτέω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα χρησμοδοτώ -είς, -εί

✦ δίνω χρησμούς, προφητεύω: θα έδειχνε αν η μέρα ήταν ευνοϊκή για να χρησμοδοτήσει (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.