χρησιμοποιώ


χρησιμοποιώ
Προφορά

Ετυμολογία
χρησιμοποιώ χρήσιμος + ποιώ

Ερμηνεία
ρήμα χρησιμοποιώ -είς, -εί

✦ κάνω χρήση ενός πράγματος, μεταχειρίζομαι κάτι για έναν σκοπό: χρησιμοποιώ το μαχαίρι, για να κόψω το ψωμί
✦ χειρίζομαι κάτι: δεν ξέρω πώς να χρησιμοποιήσω αυτές τις συσκευές
✦ εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ: χρησιμοποίησε τις ικανότητές σου για να πετύχεις – χρησιμοποιεί τις γνωριμίες του, για να εξελιχθεί
✦ ασκώ: χρησιμοποιεί την επιρροή του – τη γοητεία του
(μτφ. ) (για χρόνο) καταναλίσκω, περνώ: χρησιμοποιεί τον ελεύθερο χρόνο του για να μάθει να χειρίζεται τον υπολογιστή
✦ (για προϊόν) μεταχειρίζομαι, αγοράζω, καταναλίσκω: οι καταναλωτές να μην χρησιμοποιούν σπρέι, γιατί καταστρέφει το όζον της ατμόσφαιρας
✦ απασχολώ κάποιον, πρόσωπο ή ζώο, σε κάτι, για μιαν ειδική λειτουργία: η αστυνομία χρησιμοποιεί σκυλιά για να ανακαλύπτει τα ναρκωτικά που μεταφέρουν οι έμποροι – χρησιμοποίησε έκτακτο προσωπικό, για να προλάβει τις προθεσμίες
✦ (με αρνητ. σημ.) θεωρώ, εκλαμβάνω κάποιον ως όργανο, μέσο, συμπεριφέρομαι σε κάποιον σαν να ήταν αντικείμενο: χρησιμοποιεί τη γυναίκα ως σκεύος ηδονής – οι έμποροι ναρκωτικών χρησιμοποιούν τους χρήστες ως βαποράκια
✦ (για γλώσσα) μιλώ ή γράφω: στη σύσκεψη θα χρησιμοποιήσουμε αγγλικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.