χρήστης


χρήστης
Προφορά

Ετυμολογία
χρήστης αρχαία ελληνική χρήστης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χρήστης

✦ θηλ. χρήστρια που μεταχειρίζεται, που χρησιμοποιεί κάτι: χρήστης λεξικού
✦ (νομ.) που έχει δικαίωμα χρήσεως σε πράγμα
✦ (ειδ.) αυτός που παίρνει τακτικά ναρκωτικές ουσίες, ο εθισμένος στα ναρκωτικά: ο νόμος πρέπει να διαχωρίζει τους χρήστες από τους εμπόρους ναρκωτικών – χρήστης ηρωίνης – κοκαΐνης – χασίς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.