χρήσιμος
Προφορά
Ετυμολογία
χρήσιμος αρχαία ελληνική χρήσιμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ χρήσιμος -η, -ο
✦ που χρησιμεύει σε κάτι, ωφέλιμος: χρήσιμα σκεύη – εργαλεία
✦ (για πρόσ.) αυτός που εξαιτίας των ιδιοτήτων, γνώσεων, ικανοτήτων κτλ. ωφελεί τους άλλους: χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία
✦ φρ. είναι χρήσιμο να…, ωφέλιμο, απαραίτητο: είναι χρήσιμο να ξέρεις να προσφέρεις τις πρώτες βοήθειες
Συνώνυμα
επωφελής, πρόσφορος
Αντίθετα
ανωφελής, άχρηστος
Επιρρήματα
χρήσιμα (Κ χρησίμως)