χρήση


χρήση
Προφορά

Ετυμολογία
χρήση αρχαία ελληνική χρῆσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η χρήση

✦ μεταχείριση ενός αντικειμένου ή υλικού για έναν σκοπό, για την επίτευξη ενός αποτελέσματος: η χρήση εργαλείων – η χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών για την εξαγωγή των αποτελεσμάτων
✦ φρ. μιας χρήσεως, για αντικείμενο που μπορεί να το χρησιμοποιήσει κάποιος μια μόνο φορά: σύριγγες μιας χρήσεως
✦ διάθεση ή κατανάλωση: η χρήση ηλεκτρικής ενέργειας – ατομικής ενέργειας
✦ (για χρόνο) διάθεση: η χρήση του χρόνου των διακοπών για διάβασμα
✦ άσκηση δικαιώματος, δύναμης, βίας κτλ.: έκανε χρήση του δικαιώματός του για έφεση – η χρήση βίας – βασανιστηρίων
✦ εφαρμογή, άσκηση μιας ικανότητας, δεξιότητας ή δυνατότητας: έχει εξασκηθεί στη χρήση των όπλων
✦ (γλωσσ.) το να χρησιμοποιεί κάποιος στοιχεία της γλώσσας στον προφορικό ή γραπτό λόγο: ιδιωματική χρήση της λέξης – ορθή χρήση της ελληνικής γλώσσας
✦ (οικον.) η περίοδος της εφαρμογής προϋπολογισμού
✦ (ειδ.) η τακτική λήψη ναρκωτικών ουσιών: χρήση ηρωίνης – κοκαΐνης· φρ. κάνω χρήση, παίρνω τακτικά ναρκωτικές ουσίες, είμαι χρήστης ναρκωτικών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.