χούλιγκαν


χούλιγκαν
Προφορά

Ετυμολογία
χούλιγκαν └αγγλ┘hooligan

Ερμηνεία
χούλιγκαν

✦ άκλ. ουσ. νεαρός ταραξίας, που προβαίνει σε ενέργειες βίας και βανδαλισμούς σε δημόσιους χώρους ιδ. σε χώρους αθλητικών συναντήσεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.