χουφτώνω


χουφτώνω
Προφορά

Ετυμολογία
χουφτώνω φούχτα – χούφτα

Ερμηνεία
χουφτώνω

✦ κ. χουφτώνω ρ. (φούχτ-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος) αρπάζω με την παλάμη, με τη φούχτα
✦ παίρνω χρήματα: φούχτωσε αρκετά απ’ αυτήν τη δουλειά

Συνώνυμα
τσεπώνω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.