χουνέρι


χουνέρι
Προφορά

Ετυμολογία
χουνέρι └τουρκ┘hόner (= δεξιοτεχνία)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το χουνέρι

✦ εξαπάτηση, πάθημα, κάζο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.