χουγιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
χουγιάζω όψιμο μεσαιωνική ελληνική χουγιάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ χουγιάζω
✦ φωνάζω δυνατά από απόσταση: τα βοσκόπουλα χουγιάζανε τα ζωντανά να τα βάλουνε στο δρόμο για το χωριό (Π. Πρεβελάκης)
✦ (μτφ. ) μαλώνω κάποιον μεγαλόφωνα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–