χερούλι


χερούλι
Προφορά

Ετυμολογία
χερούλι υποκορ. του χέρι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το χερούλι

✦ λαβή αγγείου, εργαλείου, κατασκευής κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.