χεράκι


χεράκι
Προφορά

Ετυμολογία
χεράκι υποκορ. του χέρι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το χεράκι

✦ μικρό χέρι
✦ φρ. θα τα πούμε ένα χεράκι, με λίγα λόγια ή χωρίς επιφυλάξεις – δώσε ένα χεράκι, βοήθησε λίγο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.