χελιδόνι
Προφορά
Ετυμολογία
χελιδόνι μεταγενέστερη ελληνική χελιδόνιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού χελιδών
Ερμηνεία
χελιδόνι
✦ (Κ χελιδών, -όνος) είδος αποδημητικού πουλιού, εντομοφάγου, με μικρό σώμα και φτερά μακριά, με μαύρο χρώμα στο πάνω μέρος και λευκή κοιλιά: τα περιστέρια κουβαλούν, τα χελιδόνια χτίζουν (δημ. τραγ.) είτε… το έαρ το καλόν σε φέρη τα ρόδα και τας χελιδόνας (Ι. Καρασούτσας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–