χειρώνακτας


χειρώνακτας
Προφορά

Ετυμολογία
χειρώνακτας αρχαία ελληνική χειρῶναξ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χειρώνακτας

✦ που εκτελεί βαριά δουλειά με τα χέρια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.