χειρόπτερα


χειρόπτερα
Προφορά

Ετυμολογία
χειρόπτερα χειρ + πτερόν

Ερμηνεία
χειρόπτερα

✦ ουσ. (ζωολ.) τάξη θηλαστικών που έχουν φτερά, νυχτερίδες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.