χειρόγραφο


χειρόγραφο
Προφορά

Ετυμολογία
χειρόγραφο └ουδ┘ του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. χειρόγραφος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το χειρόγραφο

✦ κείμενο γραμμένο με το χέρι
✦ (παλαιογρ.) κείμενο, έργο που έχει γραφτεί ή αντιγραφεί με το χέρι: το τμήμα χειρογράφων της Βιβλιοθήκης
✦ πρωτότυπο έργο που έχει γραφτεί από το χέρι του συγγραφέα: τα χειρόγραφα του Σολωμού
✦ (συνεκδ.) πρωτότυπο κείμενο δακτυλογραφημένο: θα στείλουμε τα χειρόγραφα για στοιχειοθεσία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.