χειροτερεύω
Προφορά
Ετυμολογία
χειροτερεύω χειρότερος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ χειροτερεύω
✦ γίνομαι χειρότερος, παίρνω μορφή χειρότερη
✦ (κ. μτβ.) κάνω κάτι χειρότερο: τα φάρμακα του χειροτέρεψαν την κατάσταση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
βελτιώνομαι, καλυτερεύω
Επιρρήματα
–