χειροπέδη
Προφορά
Ετυμολογία
χειροπέδη μεταγενέστερη ελληνική χειροπέδη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η χειροπέδη
✦ συνήθ. στον πληθ. χειροπέδες, ζεύγος κρίκων με τους οποίους δένονται τα χέρια καταδίκων ή υποδίκων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–