χειρομαλάκτρια


χειρομαλάκτρια
Προφορά

Ετυμολογία
χειρομαλάκτρια χειρ + μαλάσσω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χειρομαλάκτρια

✦ θηλ. χειρομαλάκτρια αυτός που κάνει χειρομαλάξεις, μασέρ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.