χειροκροτώ


χειροκροτώ
Προφορά

Ετυμολογία
χειροκροτώ χειρ + κροτώ

Ερμηνεία
ρήμα χειροκροτώ -είς, -εί

✦ χτυπώ τις παλάμες σε ένδειξη επιδοκιμασίας ή ενθουσιασμού
(μτφ. ) επιδοκιμάζω: ένα έργο που… θα πρέπει να το χειροκροτήσουν και οι εχθροί του (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα
επικροτώ
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.