χειριστήριο
Προφορά
Ετυμολογία
χειριστήριο χειριστής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χειριστήριο
✦ το μέσο, το όργανο με το οποίο χειρίζεται κανείς κάτι
✦ συσκευή για τη μετάδοση τηλεγραφικών σημάτων, ο πομπός του τηλεγράφου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–