χειριδωτός


χειριδωτός
Προφορά

Ετυμολογία
χειριδωτός αρχαία ελληνική χειριδωτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ χειριδωτός -ή, -ό

✦ που έχει μανίκια

Συνώνυμα

Αντίθετα
αχειρίδωτος, αμανίκωτος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.