χειραφετώ
Προφορά
Ετυμολογία
χειραφετώ μεσαιωνική ελληνική χειραφετῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ χειραφετώ -είς, -εί
✦ απαλλάσσω ανήλικο από την πατρική εξουσία ή γυναίκα από την εξουσία του άντρα
✦ (μτφ. ) απαλλάσσω κάποιον από την επιρροή άλλου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–