χειρίστρια
Προφορά
Ετυμολογία
χειρίστρια μεταγενέστερη ελληνική χειριστής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο χειρίστρια
✦ θηλ. χειρίστρια πρόσωπο που χειρίζεται κάτι
✦ τηλεγραφητής στο χειριστήριο
✦ ο παρασκευαστής χημικού εργαστηρίου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–